μισότυφλος

μισότυφλος
η , ο полуслепой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μισότυφλος" в других словарях:

  • λημώ — (Α λημῶ, άω) [λήμη] έχω λήμες, τσίμπλες στα μάτια αρχ. (κυριολ. και μτφ.) είμαι μισότυφλος από τις τσίμπλες, είμαι μύωπας, είμαι κοντόφθαλμος (α. «εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις» αν δεν έχεις τσίμπλες σαν κολοκύθες, Αριστοφ. β. «λημῶ Κρονικαῑς λήμαις»… …   Dictionary of Greek

  • υπότυφλος — ον, Α [τυφλός] πολύ μύωπας, μισότυφλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»